ἔλλαβε

ἔλλαβε
λαμβάνω
a
aor ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἔλλαβ' — ἔλλαβε , λαμβάνω a aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • πορφύρεος — (I) έη, ον, Α βλ. πορφυρός. (II) έη, ον, και αιολ. τ. πορφύριος, ον, Α 1. (για θάλασσα ή για ποταμό) αυτός που είναι αναταραγμένος ή αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. (για αίμα) αυτό που χύνεται ορμητικά («αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ», Ομ. Ιλ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • (s)lā̆ gʷ- —     (s)lā̆ gʷ     English meaning: to grab     Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen”     Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”